- τσιμπούνι
- το, Νβλ. ζιπούνι·
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζιπούνι — και ζιμπούνι και τσιμπούνι, το (Μ ζιπούνι και ζιπούνιν και ζιπόνι και ζιπόνιν) 1. είδος κοντού επενδύτη 2. είδος παιδικού εσώρουχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. zipon) … Dictionary of Greek
μαργαριταρόχρυσος — μαργαριταρόχρυσος, η, ον (Μ) αυτός που είναι στολισμένος με μαργαριτάρια και χρυσάφι («τοῡ ἐχάρισε ὁ βασιλεύς... μαργαριταρόχρυσον τσιμπούνι», Κορών.) … Dictionary of Greek